Size / / /

Ο καλλιτέχνης

Όταν μπήκε στο μαγαζί, δούλευα στη γλώσσα μιας πελάτισσας. Της χτυπούσα έναν γαλάζιο ήλιο· σ’ εμένα, βέβαια, φαινόταν ανοιχτός γκρι. Ήθελε να λάμπει το στόμα της με το προσωπικό της χρώμα ακόμα κι όταν ήταν κλειστό. Άκου ιδέα!

Εγώ, βέβαια, ήμουν ο τελευταίος που έκρινε τις επιλογές των πελατών. Το χρήμα να έπεφτε, και έκανα ό,τι ήθελες. Και παράπονο δεν είχα. Τα τατού ήταν μία από τις καλύτερες δουλειές στη γκρίζα εποχή, αν και για καμιά δεκαριά χρόνια μετά το ’48 που χάθηκαν τα χρώματα, κανείς δε θα φανταζόταν ότι θα γινόταν μία απ' τις πιο κερδοφόρες. Ακόμα κι ο πόλεμος, που είχε λήξει ένα χρόνο πριν, δεν είχε καταφέρει να μας κάνει μεγάλη ζημιά. Κανείς δεν ήθελε να βλέπει ένα μονότονο γκρι στον καθρέφτη. Κι αν είχες βρει το προσωπικό χρώμα σου, ένα ωραίο σχέδιο και λίγο inox εδώ κι εκεί να γυαλίζει, και χαιρόσουν να βλέπεις τη μάπα σου, το σώμα σου, τη γλώσσα σου.

Κοίταξα από τον καθρέφτη και την είδα να χαζεύει τα διάφορα σχέδια στους τοίχους. Ωραίο γκομενάκι, γύρω στα είκοσι πέντε, της γενιάς που δεν είχε δει χρώματα, μιας και είχε γεννηθεί στη δεκαετία του '50, ανοιχτόγκριζα μαλλιά -το καστανόξανθο μιας άλλης εποχής- ύψος περίπου σαν το δικό μου, ένα κι εβδομήντα πέντε, και για γυναίκα γυμνασμένη.

«Κάθισε. Τελειώνω σε λίγο κι έρχομαι», της είπα.

Πότισα λίγο χρώμα ακόμα και έκλεισα το συμπιεστή.

«Τέ’οθ;» με ρώτησε η πελάτισσα. Η ξυλοκαΐνη θα αργούσε να φύγει.

«Ναι», είπα και τη βοήθησα να σηκωθεί.

Κορόιδεψε τον εαυτό της στον καθρέφτη και χαμογέλασε.

«Γαμά’ο!» φώναξε.

Της χαμογέλασα κι εγώ. Ήταν ωραίο να βλέπεις να εκτιμούν την τέχνη σου. Με πλήρωσε και, λίγο αργότερα, στο μαγαζί μείναμε εγώ κι η νεοφερμένη. Δεν την είχα ξαναδεί και, καθώς την πλησίαζα, μπορούσα να δω ότι είχε φροντίσει κι αυτή το σώμα της. Φλόγες στο χρώμα του γραφίτη ξεπρόβαλλαν μέσα από το μπλουζάκι της, έκαιγαν την πλάτη, το μπούστο και τους ώμους της και κατέληγαν να γλείφουν το λαιμό της μέχρι το ύψος του στόματος. Το πρόσωπό της ήταν καθαρό, χωρίς τατουάζ ή πίρσινγκ.

«Εντυπωσιακό τατού», της είπα. «Είναι στο χρώμα σου;»

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Ναι», απάντησε χαμογελώντας πικρά.

Πρώτη φορά έβλεπα τέτοια αντίδραση.

«Κλεάνθης», είπα και έτεινα το χέρι μου. Διακριτικό άρωμα με χτύπησε, ξυπνώντας στη γέρικη μνήμη μου εικόνες με πολύχρωμα λιβάδια.

«Κυανή».

«Ωραίο όνομα. Πώς μπορώ να βοηθήσω, Κυανή;»

«Ψάχνω για ένα τατουάζ». Καθαρή, βαθιά φωνή· θα έλεγα με λίγο σκούρο μπλε της λύπης.

«Ήρθες στο σωστό μέρος».

«Το ελπίζω. Είναι το όγδοο μαγαζί που μπαίνω».

Έβγαλε ένα σχέδιο από μια λεπτή δερμάτινη τσάντα που κρεμόταν στον ώμο της και μου το έδωσε. Το πήρα στα χέρια μου και το κοίταξα. Πολύ απλό μοτίβο. Χωρίς καμία έμπνευση. Κάθετες λωρίδες διαφορετικού γκρι τόνου, πλάτους περίπου ενός εκατοστού με αντίστοιχη απόσταση μεταξύ τους. Επάνω σε κάθε λωρίδα ήταν χτυπημένος και ένας συνδυασμός από γράμματα, σύμβολα και αριθμούς, ενώ στα κενά ανάμεσα υπήρχαν επιπλέον γράμματα και αριθμοί που δεν έβγαζαν νόημα. Κάθετα στις λωρίδες και κάτω από αυτές περνούσαν τρία αγκαθωτά σύρματα.

Κάτι μου θύμιζε, αλλά ήταν τόσο μέτριο, που ξίνισα τη μούρη μου. «Για σένα; Αυτό που έχεις είναι κλάσεις ανώτερο. Γιατί να το αλλάξεις;»

«Δεν είναι για μένα».

«Δε μου πέφτει λόγος, αλλά ούτε για δώρο κάνει».

«Ούτε για δώρο είναι. Ψάχνω κάποιον που το έχει στο αριστερό χέρι».

Αυτή η δήλωση άλλαζε τα πάντα. Μόνο οι μπάτσοι είχαν τέτοια βίτσια. Τραβήχτηκα λίγο και έκοψα το χαμόγελο. Άπλωσα το χέρι μου για να της δώσω πίσω το σχέδιο.

Εκείνη όμως μου χαμογέλασε. «Δεν είμαι μπάτσος».

«Ακόμα κι αν δεν είσαι, δεν μπορώ να σε βοηθήσω».

«Δεν μπορείς ή δε θες;»

«Πώς μπορώ να ξέρω αν αυτός που ψάχνεις θέλει να τον βρεις;»

Με κοίταξε στα μάτια. Πήρε μια ανάσα και είπε: «Το χρώμα που βλέπω, το χρώμα που έχουν οι φλόγες που με καίνε, το είδα για πρώτη φορά στα μάτια του».

Έμεινα να την κοιτάζω. Δεν μπορούσα να ξέρω αν ήταν αλήθεια, αλλά σίγουρα δεν είχα ξανακούσει ομορφότερο λόγο για να ψάχνεις κάποιον.

Στο πρόσωπό μου θα πρέπει να φάνηκε η δυσπιστία, γιατί είπε: «Σε παρακαλώ».

«Και πώς και δεν τον γνώρισες τότε;»

«Ήμουν δεκαπέντε χρονών. Είχα μείνει άναυδη. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα χρώμα».

Αναστέναξα και κοίταξα άλλη μια φορά το σχέδιο. Αναρωτήθηκα ποιος θα χτύπαγε κάτι τέτοιο. Χωρίς έμπνευση, σίγουρα δεν ήταν από χέρι καλλιτέχνη που γνώριζα, αλλά κάπου το είχα ξαναδεί. Ευτυχώς κρατούσα ένα αρχείο με όλα τα σχέδια που έβλεπα και δεν αναγνώριζα.

«Ελπίζω να μου λες την αλήθεια».

Μπήκα στο χώρο εργασίας και επέστρεψα με τέσσερα ντοσιέ γεμάτα φθαρμένες διαφάνειες. Της πρόσφερα το ένα.

«Ίσως έχω σχεδιάσει κάτι αντίστοιχο».

Αρχίσαμε να γυρνάμε τις διαφάνειες. Οι περισσότερες είχαν μέσα χειροποίητα σχέδια. Ελάχιστες είχαν φωτογραφίες. Οι εποχές ήταν ακόμα δύσκολες και οι εκτυπώσεις ακριβές.

«Το βρήκα», είπε λίγα λεπτά μετά, γυρίζοντας το ντοσιέ προς το μέρος μου.

Μέσα στη διαφανή θήκη υπήρχε ένα σχέδιο παρόμοιο με το δικό της. Αντί για αγκαθωτά σύρματα, κάτω από τις λωρίδες σέρνονταν πέντε φίδια.

Έβγαλα το σχέδιο από τη θήκη και το κοίταξα από την πίσω πλευρά, όπου διάβασα: BarPaint it Black, Νοέμβριος 2078. Οκτώ μήνες πριν. Το έδωσα και στην Κυανή.

«Εκεί το είδες;» με ρώτησε.

Το πήρα ξανά στα χέρια μου. «Ναι. Έχω να πάω καιρό. Μάλλον από τότε. Με είχε τραβήξει μια πελάτισσα. Το μέρος ήταν ψιλοχάλια, ό,τι είχε ανοίξει. Το παλεύανε με κάτι μπύρες και με δικά τους αποστάγματα. Το τατού το είδα σε έναν τύπο εκεί. Δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, αλλά μου είχαν τραβήξει την προσοχή οι γραμμές. Φαίνονταν απόλυτα παράλληλες και ο τόνος κάθε γραμμής ήταν πολύ καθαρός. Ακόμα κι εγώ δύσκολα θα πετύχαινα κάτι τέτοιο».

«Ήταν μεγαλύτερος από εμένα; Γύρω στα τριάντα;»

Συγκατένευσα. «Ξέρεις», της είπα κοιτώντας ξανά το σχέδιο, «είχε το ίδιο τατουάζ χτυπημένο και στο πρόσωπο. Ίσως δεν είναι αυτός που ψάχνεις».

Προς στιγμή νόμισα ότι διέκρινα ένα απορημένο βλέμμα να περνά βιαστικά από το πρόσωπό της.

«Αυτός είναι», είπε χαρούμενα. «Τι άλλο μπορείς να μου πεις;»

Έκανα μια παύση για να σκεφτώ. «Δεν αποκλείεται κάποια από τις λωρίδες να ήταν το χρώμα του».

«Την κοίταζε συχνά;»

«Ναι, έστρεφε τον καρπό του και κοίταζε τον πήχη του».

Κούνησε το κεφάλι της σαν αυτό που μόλις είχα πει να της θύμιζε κάτι. «Το μπαρ πού βρίσκεται;»

«Στο Κολωνάκι, πίσω από τον Ευαγγελισμό».

Της έδωσα το σχέδιό της.

«Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ, Κλεάνθη», μου είπε. «Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δε θα τα κατάφερνα».

«Ελπίζω να τον βρεις, και να είναι αυτό που περιμένεις».

«Γι' αυτό είμαι σίγουρη». Με τον τρόπο που το είπε μου φάνηκε ότι ευχαρίστως θα πρόσθετε κι ένα 'δυστυχώς'· ότι δεν ήθελε πραγματικά να τον βρει.

«Το ότι είδες για πρώτη φορά το χρώμα σου στα μάτια του δε σημαίνει ότι του χρωστάς κάτι».

Χαμήλωσε το πρόσωπό της και κοίταξε κάτω, για να το ξανασηκώσει αμέσως και να με κοιτάξει στα μάτια σφίγγοντας τα χείλη της.

«Κι όμως», είπε, «του χρωστώ». Γύρισε να φύγει.

«Κυανή», της φώναξα πριν κλείσει την πόρτα πίσω της, «ποιο είναι το χρώμα σου; Το χρώμα των ματιών του;»

Κοίταξε την αντανάκλασή της στο τζάμι της πόρτας. «Μου είπαν ότι το λένε μελί».

«Είναι πολύ ωραίο χρώμα· και ένα χρώμα δεν ανήκει σε κανέναν».

«Το ξέρω», είπε με θλίψη, «το ξέρω».

Έκλεισε την πόρτα και δεν την ξαναείδα ποτέ.


Από τότε που πέθανε η Μαρία, ξυπνάω πολύ νωρίς· συνήθως κατά τις τέσσερις τα ξημερώματα. Και, χωρίς κάποια ιδιαίτερη απασχόληση να με κρατάει σε εγρήγορση, τα πρωινά στη βεράντα του διαμερίσματος είναι νωχελικά και βασανιστικά.

Αυτές τις λίγες ώρες μέχρι να ανατείλει ο ήλιος, καθώς πίνω το τσάι μου, μου λείπουν τα κατάλευκα μαλλιά της. Μου λείπουν και άλλα πράγματα, όπως η φωνή της, το επικριτικό βλέμμα της όποτε ξεχνιόμουν και έτρωγα με ανοιχτό το στόμα, το χέρι της μέσα στο δικό μου στις βόλτες μας τις Κυριακές στην Αρχαία Αγορά. Αλλά τα λευκά της μαλλιά μού λείπουν περισσότερο.

Από το48 που χάθηκαν τα χρώματα, δεν έψαξα να βρω το δικό μου· και χαίρομαι που τόσα χρόνια δεν έπεσα επάνω του τυχαία· που καμία ξεχωριστή και εντελώς προσωπική απόχρωση δε μόλυνε τη ματιά μου με αναμνήσεις από έναν κόσμο για τα καλά χαμένο. Τα σχεδόν ασημένια μαλλιά της Μαρίας είναι όλα τα χρώματα του κόσμου και χαίρομαι που τίποτα δεν μπορεί να με κάνει να ξεχάσω την όψη τους.

Κι έτσι, όταν το αυτοκίνητο σταματάει κάτω, μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας, σκύβω και κοιτάζω, όπως κάνω σε κάθε τι που συμβαίνει εκείνες τις πρώτες κενές ώρες της ημέρας. Και εκπλήσσομαι ακόμα περισσότερο όταν ο νεαρός που βγαίνει χτυπάει το κουδούνι μου.

«Παρακαλώ;»

«Ο κύριος Ασιγάρ Μοχαμέντ;»

«Ναι».

«Λέγομαι Κίτα Μαρκάκης και με στέλνει η Ιώ Δήμα. Είμαι συνάδελφός της. Σας ζητάει να έρθετε μαζί μου».

Η Ιώ. Έχω να ακούσω νέα της εδώ και μερικούς μήνες, από την κηδεία της Μαρίας, και για να στέλνει κάποιον τέτοια ώρα, αυτό σημαίνει μονάχα ένα πράγμα.

«Δώσε μου πέντε λεπτά και κατεβαίνω», απαντώ στο θυροτηλέφωνο και πηγαίνω βιαστικά να ετοιμαστώ.


Ο έμπορος

Με βρήκε μέσω ενός συνεργάτη μου. Ας πούμε συνεργάτη μου· πού και πού σπρώχνει δικό μου πράμα. Μου είπε ότι είναι ξαδέλφη του. Δε θα με ενδιέφερε ακόμα κι αν ήταν η μάνα του. Ήθελε κάτι που μπορούσα να προσφέρω, κι εγώ δε λέω ποτέ όχι σε μπίζνες· όσο μικρές κι αν είναι. Ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος.

Τη συνόδευσε στο γραφείο ο Μπαού. Του τρέχανε τα σάλια του μαλάκα. Λες και δεν είχε όσες ήθελε από τις χορεύτριες του μαγαζιού. Αλλά πάντα θέλεις ό,τι δεν έχεις. Όχι πως δεν άξιζε. Ωραίο κομμάτι, αριστοκρατικό. Είχε έναν αέρα κλασάτο, αλλά και αυστηρό. Και το τατουάζ στο σώμα της απόλυτα ταιριαστό με το ύφος της. Έλεγε κάτι σαν ‘μείνε μακριά μου, γιατί θα σε κάψω’. Τη φαντάστηκα ατραξιόν στο μαγαζί.

«Κύριε Λαχόι, η κοπέλα είναι η Κυανή Χαλκέα, η ξαδέλφη του Αργύρη», είπε ο Μπαού και στάθηκε δίπλα στην πόρτα του γραφείου.

Κυανή. Οι γονείς της θα ήταν από τους ανθρώπους που είχαν μελαγχολήσει μετά το ’48. Από αυτούς που βάφτιζαν τα παιδιά τους με ονόματα χρωμάτων, λες και αυτό θα άλλαζε τίποτα. Καμένα χαρτιά που αυτοκτονούσαν με το κιλό.

Η γκόμενα πέρασε μέσα και πλησίασε το γραφείο με θράσος. Φορούσε εφαρμοστή φούστα μέχρι το γόνατο και μια ελαστική μπλούζα που άφηνε ακάλυπτους τους ώμους· όλα στο χρώμα της στάχτης. Στο χέρι της κρατούσε μια λεπτή, δερμάτινη τσάντα. Από αυτές που οι γυναίκες καταφέρνουν να βάζουν τα πάντα μέσα.

«Κάθισε», της είπα.

«Έχετε αυτά που σας ζήτησα;» ρώτησε, ενώ σταύρωνε τα πόδια της.

Άνοιξα τον υγραντήρα και της πρόσφερα ένα πούρο. Αρνήθηκε. Πήρα ένα, το έκοψα και το άναψα. «Το τατουάζ είναι στρατιωτική τεχνική. Το χτυπάνε σε όσους τοποθετούν σε ομάδες ειδικών αποστολών. Η κάθε ομάδα στελεχώνεται από επτά-οκτώ άτομα. Κάθε λωρίδα είναι ξεχωριστού χρώματος και αντιστοιχούν στις αποχρώσεις που διακρίνουν τα μέλη της ομάδας. Είναι αναγνωριστικό για να μην αλληλοσκοτώνονται. Τα αλφαριθμητικά είναι κωδικοί χρώματος και ομάδας».

Ρούφηξα το πούρο και φύσηξα τον καπνό. «Οτιδήποτε άλλο το χτυπάνε μόνοι τους μετά· φήμες λένε χωρίς νάρκωση. Στρατόκαυλες μαλακίες, αν θες τη γνώμη μου». Δε φάνηκε να σοκάρεται.

«Σχετικά με το άλλο ζήτημα;» ρώτησε.

Άνοιξα το ντουλαπάκι του γραφείου και έβγαλα ένα μικρό, μακρόστενο, μεταλλικό κουτί στο χρώμα του κάρβουνου. Το άφησα στη μέση του γραφείου.

Έκανε να το τραβήξει προς το μέρος της, αλλά τη σταμάτησα βάζοντας το χέρι μου επάνω του. «Τις πληροφορίες σού τις δίνω δωρεάν».

Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε μια δεσμίδα χαρτονομίσματα. Την άφησε επάνω στο γραφείο. Τα πήρα και άρχισα να τα μετρώ, ενώ αυτή τραβούσε τη συσκευασία κοντά της.

«Ώστε αυτό είναι», είπε, κρατώντας στα χέρια της το περιεχόμενο του κουτιού. Έναν μεταλλικό κύλινδρο, στο ίδιο χρώμα με το κουτί. Στο κάτω μέρος υπήρχε ένα βιδωτό στέλεχος με αριθμητικές ενδείξεις και στο άνω ένα πλήκτρο.

Δεν της απάντησα μέχρι που τελείωσα το μέτρημα. Ήταν όλα εκεί.

«Αυτό είναι. Ξέρεις να το χειρίζεσαι;»

Το βλέμμα της δε μου έδωσε να καταλάβω αν ήξερε ή όχι, αλλά εγώ έτσι κι αλλιώς της είπα. «Τραβάς το κάτω μέρος μέχρι να ακούσεις ένα κλικ. Το ξεβιδώνεις μέχρι η ακίδα να φτάσει το χρόνο που θέλεις και μετά ξαναπιέζεις για να κουμπώσει».

«Έτσι;» με ρώτησε ενώ ακολουθούσε τις οδηγίες μου.

«Ναι. Τώρα δεν έχεις παρά να πατήσεις το πλήκτρο στο επάνω μέρος. Έχεις όσο χρόνο επέλεξες μέχρι να σκάσει».

Έβαλε τον αντίχειρά της επάνω στο πλήκτρο, κοιτάζοντάς το σα χαζεμένη.

«Αφού το πατήσεις», της είπα ατάραχος, «δεν υπάρχει επιστροφή».

Γύρισε και με κοίταξε. Για λίγο μείναμε αμίλητοι. Αναρωτήθηκα τι περίμενε. Ήταν τυχερή που ήμουν στις καλές μου, γιατί διαφορετικά μπορεί να είχα πάρει τη χειροβομβίδα και να της είχα ρίξει ένα χέρι ξύλο.

Ρούφηξα μια τζούρα καπνό. Η απόλαυση είναι διπλή όταν φροντίζεις να έχεις το πάνω χέρι. «Βέβαια, δε θα έχει το αποτέλεσμα που θέλεις χωρίς αυτό», της είπα και έβγαλα ένα μικρό μεταλλικό φιαλίδιο από την τσέπη του σακακιού μου.

Κοίταξε τη χειροβομβίδα και της έγνεψα προς το κουτί. Επέλεξε να βάλει τη χειροβομβίδα στην τσάντα της.

Της έδωσα το φιαλίδιο.

«Δε δίνω ποτέ γεμάτα όπλα στους πελάτες μου», είπα με νόημα, «ειδικά σε όσους φαίνεται να τα έχουν βάλει με όλον τον κόσμο». Της έριξα ένα γρήγορο χαμόγελο. «Το στέλεχος ξεβιδώνει και βγαίνει. Μετά…»

«Ξέρω». Έριξε και το φιαλίδιο στην τσάντα. «Ευχαριστώ, κύριε Λαχόι», είπε και σηκώθηκε.

«Πάντα στη διάθεσή σου». Σηκώθηκα και την ακολούθησα. Ο Μπαού μάς άνοιξε την πόρτα.

«Ποτέ δε ρωτάω τι κάνουν οι πελάτες με αυτά που προσφέρω, αλλά εσύ δεν είσαι απ’ τους συνηθισμένους».

«Πολύ καλά κάνετε και δε ρωτάτε», είπε παγωμένα.

«Ειδικές δυνάμεις και θραύσματα μεθανόλης. Επικίνδυνος συνδυασμός. Μακάρι να πίστευα ότι ξέρεις τι κάνεις».

«Κύριε Λαχόι, έχετε βρει το χρώμα σας;»

Η ερώτηση μου φάνηκε εντελώς ξεκάρφωτη. Γύρισα ασυναίσθητα και κοίταξα το μικρό ξεχαρβαλωμένο παιδικό κουκλάκι που είχα πάνω στο γραφείο μου. Έλαμπε ροζ μέσα στη γκριζάδα του γραφείου.

«Ναι».

«Κι εγώ», είπε χαμογελώντας. Τα σκούρα γκρι μάτια της άστραφταν.

«Τι σχέση έχει αυτό;»

Δεν απάντησε. Γύρισε την πλάτη και έφυγε.

Ο Μπαού έκανε να την ακολουθήσει.

«Φρόντισε να μη γομώσει τη χειροβομβίδα μέσα στο μαγαζί», του είπα.

Η τρέλα υπήρχε και στην εποχή των χρωμάτων, αλλά πλέον είχε απαλλαχθεί από κάθε μεταμφίεση. Τουλάχιστον δεν έκανε κακό στη δουλειά.


Είμαι με τον Κίτα στο αυτοκίνητο και κατευθυνόμαστε στο Ιπποκράτειο. Δε λέμε πολλά. Εξάλλου τι να πει με έναν προπολεμικό συνταξιούχο μπάτσο; Το μυαλό μου όμως ξαφνικά έχει ξυπνήσει. Σκουριασμένα γρανάζια τρίζουν καθώς παίρνουν μπροστά και αρχαίες μνήμες έρχονται στο προσκήνιο.

Μάρτιος του 2070 και βρίσκομαι στο γραφείο μου στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής. Λίγα μέτρα μπροστά μου, ένας συνταγματάρχης κοιτάζει όρθιος από το τζάμι της πόρτας τη μικρή που κάθεται έξω. Ο καιρός είναι ακόμα κρύος και φοράει μια μακριά καπαρντίνα με καρφιτσωμένα επάνω της γυαλιστερά αστέρια και μικρά παράσημα.

«Νομίζεις ότι τρεις θάνατοι θα έχουν σημασία σε λίγο καιρό;» με ρωτάει, αλλά όχι για να του απαντήσω. «Ούτε που θα τους θυμάται κανείς. Ο πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει. Όλοι το ξέρουν, αλλά οι περισσότεροι ακόμα απεύχονται την επίσημη συμμετοχή μας». Καταβάλλει προσπάθεια να ακουστεί λυπημένος. «Τους καταλαβαίνω. Κι εγώ μαζί τους είμαι. Μακάρι τελευταία στιγμή να αλλάξει κάτι. Μακάρι να μας προσπεράσει χωρίς να χτυπήσει την πόρτα μας. Αλλά πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι». Στο τέλος η φωνή του ακούγεται σταθερή, σίγουρη. Νομίζει ότι ξέρει να εμψυχώνει ανθρώπους να κάνουν το αδιανόητο· γιατί έρχεται πόλεμος. Ο «Πόλεμος των Χρωμάτων»· πόσο ειρωνικό. Τα χρώματα έχουν χαθεί είκοσι δύο χρόνια πριν τη σύρραξη. Σε αυτό τον πόλεμο το αίμα δε θα είναι κόκκινο, αλλά μαύρο.

Τον ακούω να ξεφουρνίζει όλες αυτές τις μπούρδες και αναρωτιέμαι πόσο μαλάκας είμαι, όχι γιατί δεν τον διαολοστέλνω, αλλά γιατί φοβάμαι ότι ίσως έχει δίκιο. Σηκώνομαι από την καρέκλα του γραφείου μου και τον πλησιάζω. Έξω η μικρή περιμένει. Δίπλα της η Ιώ, νέα ακόμα στη δουλειά, την προσέχει.

«Σου υπόσχομαι ότι, αν το καθίκι επιστρέψει ζωντανό, θα σου τον παραδώσω εγώ ο ίδιος για να τον κρεμάσετε», λέει κοιτάζοντάς με. «Προς το παρόν όμως, κάνε μου τη χάρη και πάγωσε την υπόθεση. Εξάλλου βρίσκεται ήδη σε αποστολή».

Ο πόλεμος δεν έχει ξεκινήσει επίσημα κι όμως ένας μανιακός έχει ήδη προκαλέσει τα πρώτα του θύματα. Σε αυτό τον πόλεμο σίγουρα θα είναι χρήσιμος.

«Είμαστε σύμφωνοι, αστυνόμε;»

Έπειτα ο συνταγματάρχης ανοίγει την πόρτα και φεύγει. Η μικρή τον παρακολουθεί καθώς απομακρύνεται στο διάδρομο και μετά με κοιτάζει. Νομίζω ότι ήδη ξέρει τι θα της πω. Δυστυχώς, αυτό δε σήμαινε ότι θα γλιτώσω αυτόν τον δύσκολο μονόλογο.

«Κυανή, έλα μέσα, γλυκιά μου», της λέω, και ο Κίτα μού ανοίγει την πόρτα. Έχουμε φτάσει στο Ιπποκράτειο.


Η μπαργούμαν

Ο πόλεμος, αν και είχε λήξει, μας συνόδευε ακόμα. Και η γκρίζα καθημερινότητα ίσως να ήταν κάτι δεδομένο, όπως η ανατολή και η δύση, αν δεν υπήρχε αυτή η καταραμένη τυχαία προσωπική απόχρωση που όλοι ανακαλύπταμε κάποια στιγμή, να μας θυμίζει τι χάθηκε μερικές δεκαετίες πριν· να μας θυμίζει ότι ο κόσμος πριν δεν ήταν τόσο μουντός, τόσο μονότονος, κι ότι κάποιοι είχαμε γεννηθεί μετά.

Γι’ αυτό η δουλειά στο ‘Paint it Black’ για μένα δεν ήταν μια τυπική διαδικασία, ούτε με κούραζε. Δούλευα σε ένα χώρο γεμάτο μουσική, όπου οι άνθρωποι έρχονταν να ξεσκάσουν, να ξεχαστούν. Ακόμα κι αν δεν το ήθελαν, όλες οι έγνοιες τους έμεναν στην είσοδο του μαγαζιού. Όσοι δεν μπορούσαν να αφεθούν, συνήθως δεν επέστρεφαν· δεν τους σήκωνε ο χώρος.

Εκείνο το βράδυ δεν ήταν γεμάτο, αλλά είχε αρκετό κόσμο, και δε θα την είχα προσέξει, αν δεν τύχαινε να καθίσει στην πλευρά μου. Άφησε την τσάντα της στον πάγκο και, όταν έσκυψα επάνω από την μπάρα, μου είπε: «Βάλε μου το χρώμα σου».

Στα μεγάφωνα ένας τύπος τραγουδούσε με πάθος: Say it Loud, Im Black and Im Proud. Έμεινα να την κοιτάζω με απορία. Δεν ήμουν σίγουρη ότι είχα ακούσει σωστά. Εκείνη μου χαμογέλασε. Σήκωσε τους ώμους της, σαν να απαντούσε σε ερώτησή μου πώς το ήξερε.

«Εντάξει», απάντησα και έπιασα την πράσινη βότκα. Το χρώμα μου, ένα λαμπερό πολύ ανοιχτό πράσινο, το γνώριζα πριν πιάσω δουλειά εδώ. Ήταν καθαρή τύχη που το συγκεκριμένο ποτό κατέληγε στην αγορά με αυτό. «Πώς το κατάλαβες;» ρώτησα ενώ γέμιζα ένα ψηλό ποτήρι μπροστά της.

«Διαίσθηση», απάντησε.

«Έλα τώρα».

«Αλήθεια», είπε κλείνοντάς μου το μάτι, και ήπιε μια τζούρα. «Κυανή», συστήθηκε και μου πρότεινε το χέρι της.

«Χλόη», της είπα και δέχτηκα τη χειραψία. «Θα μου πεις ότι ξέρεις και ποιο χρώμα βλέπω;»

«Πράσινο», απάντησε και με άφησε με το στόμα ανοικτό. «Είσαι τυχερή. Οι γονείς σου πέτυχαν το χρώμα».

Έβαλα τα γέλια. «Θα με τρελάνεις εσύ! Πώς;»

«Το γράφει στην ετικέτα του μπουκαλιού».

Μα βέβαια. Η εταιρία γνώριζε το χρώμα του προϊόντος της, άσχετα με το γεγονός ότι οι περισσότεροι έπιναν ένα ανοιχτό γκρι υγρό. «Εντάξει. Αυτό ήταν εύκολο. Πες μου όμως πώς ήξερες ότι αυτό είναι το χρώμα μου;»

«Έχω έρθει μερικά βράδια ακόμα και πίνεις μονάχα αυτό το ποτό. Πάντα σκέτο και πάντα το κοιτάς με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Κάτι μεταξύ έρωτα και μίσους, θα έλεγα».

Αυτό ήταν. Την είχα συμπαθήσει.

Η βραδιά συνέχισε να κυλά. Εγώ εξυπηρετούσα πελάτες, αλλά πάντα επέστρεφα στην Κυανή. «Ωραίο τατού», της είπα κάποια στιγμή.

«Μοιάζει με το δικό σου κατά κάποιο τρόπο».

Πράγματι. Και τα δύο κάλυπταν τις ίδιες περιοχές, αλλά το δικό μου έδειχνε αγκαθωτούς μίσχους που κατέληγαν σε μπουμπούκια.

«Όμορφες εικόνες που μας πληγώνουν», είπε σηκώνοντας το ποτήρι της ψηλά. Συμφώνησα και ήπια από το ποτό μου.

Η ώρα είχε πάει περίπου δώδεκα, όταν ήρθε ο Μίλτος, το αφεντικό. Με φώναξε από την άλλη πλευρά του μπαρ και άφησα για λίγο την Κυανή. Όταν επέστρεψα, τη βρήκα να τον κοιτάζει ενώ πήγαινε προς το γραφείο του στον επάνω όροφο.

«Είσαι καλά;» ρώτησα. Το πρόσωπό της είχε γίνει σαν κέρινη μάσκα.

Με κοίταξε ύστερα από λίγο. «Ναι».

«Νόμισα ότι κάτι έπαθες».

«Μια χαρά είμαι», είπε και χαμογέλασε συγκρατημένα. «Μπορείς να μου βάλεις άλλο ένα;» ρώτησε και μου έσπρωξε το ποτήρι της.

Μέσα σε λίγα λεπτά είχε αλλάξει εντελώς η συμπεριφορά της, και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί. Μέχρι εκείνη τη στιγμή περνούσαμε καλά, και φοβήθηκα μήπως είχα κάνει κάτι που την είχε ενοχλήσει. Δε θα έλυνα αυτόν το γρίφο, παρά μονάχα πολύ αργότερα το ίδιο βράδυ. Όχι ότι θα μπορούσα να αλλάξω κάτι έτσι κι αλλιώς.

Για την επόμενη μισή ώρα δεν μπορούσα να της αποσπάσω κουβέντα όταν, προς ανακούφισή μου, με ρώτησε: «Δουλεύεις καιρό εδώ;»

«Περίπου έξι μήνες».

«Η διακόσμηση είναι έξυπνη».

Κοίταξα γύρω μου. Οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με γκράφιτι τίτλων από τραγούδια του προηγούμενου αιώνα, που είχαν αναβιώσει ξανά μετά τον πόλεμο. Ίσως είχε βοηθήσει και το γεγονός ότι οι βόμβες EMP είχαν καταστρέψει τα πιο σύγχρονα αποθηκευτικά μέσα, αφήνοντας άθικτα τα παλιά CD και DVD.

Brown Sugar, Red Red Wine, Back in Black, Yellow Submarine, Grey Day, Crimson and Clover, White Rabbit. Όλα τα χρώματα ήταν γραμμένα με μεγάλες γραμματοσειρές. Κι εμένα μ' άρεσε.

«Έπρεπε να το δεις πριν μερικούς μήνες. Το αφεντικό έκανε καλή δουλειά», είπα, αν και ακόμα με απασχολούσε γιατί ήταν αμίλητη τόση ώρα.

«Αυτός τα σχεδίασε;»

Χαμογέλασα περιπαικτικά. «Όχι, βέβαια. Δεν είναι ικανός για τέτοια. Απλώς εμπιστεύθηκε τους κατάλληλους ανθρώπους».

«Ακούγεται έξυπνο άτομο. Κάνει αυτή τη δουλειά χρόνια;»

Ξαφνικά η διάθεσή της είχε αλλάξει.

«Δε νομίζω. Από συζητήσεις με τα παιδιά έχει ακουστεί ότι μάλλον ήταν στο στρατό».

«Σοβαρά;» ρώτησε. «Αυτός τουλάχιστον κάνει κάτι με τη ζωή του».

Ήταν γνωστό ότι οι περισσότεροι που είχαν επιστρέψει ζωντανοί είχαν ζητήματα με την επανένταξή τους.

«Το παλεύει», είπα.

«Ήταν αυτός που σε φώναξε προηγουμένως;»

«Ναι, αυτός».

«Ξέρεις, Χλόη», είπε αμήχανα, «σε αυτή τη φάση είμαι χωρίς δουλειά. Χρειάζεστε επιπλέον άτομο; Πιστεύεις ότι θα μπορούσα να του μιλήσω;»

Αυτό είχε έρθει από το πουθενά. Τη μία ήταν απομονωμένη στις σκέψεις της και την άλλη ρωτούσε αν μπορεί να δουλέψει εδώ. Όπως είπα, όμως, την είχα συμπαθήσει. Το σκέφτηκα λίγο. Το μαγαζί πήγαινε καλά και η δουλειά μήνα με το μήνα αυξανόταν. Ήταν θέμα χρόνου μέχρι ο Μίλτος να προσλάβει κάποιον ακόμα. Γιατί όχι την Κυανή;

«Να ξέρεις ότι δε θα το έκανα εύκολα για κάποιον που γνώρισα πριν λίγες ώρες».

«Σ' ευχαριστώ, Χλόη. Με σώζεις».

«Σιγά. Δεν κάνω και τίποτα. Απλώς θα του ζητήσω να σε δει». Η Κυανή, όμως, μου έλεγε την αλήθεια.

Της είπα να περιμένει, ζήτησα από ένα συνάδελφο να με καλύψει για λίγο και ανέβηκα στο γραφείο. Μίλησα στο Μίλτο και, λίγο αργότερα, κατέβηκα στο μπαρ.

«Ανέβα», της είπα, «σε περιμένει».

Έπιασε το χέρι μου και μου χαμογέλασε. Με κοίταξε για λίγο στα μάτια, πήρε την τσάντα της και γύρισε να φύγει.

«Θα τα καταφέρεις», της φώναξα.

«Το ξέρω», απάντησε. Αυτή τη φορά δε χαμογελούσε.

Καθώς απομακρυνόταν, την είδα να κοιτά γύρω της. Κάθε λίγα βήματα στεκόταν και χάζευε κάποιον ή κάτι. Ύστερα από λίγο εξαφανίστηκε στην πίσω πλευρά του μαγαζιού. Θα την ξανάβλεπα λίγη ώρα αργότερα, αλλά εντελώς αλλαγμένη.


Στον προαύλιο χώρο του νοσοκομείου είναι σταθμευμένα δύο περιπολικά και δύο ασθενοφόρα. Συνάδελφοι στέκονται δίπλα και καπνίζουν, πίνοντας τον καφέ τους. Με κοιτάζουν καθώς βγαίνω από το αυτοκίνητο.

«Δεύτερος όροφος», μου λέει ο Κίτα και μου δείχνει σε ποιο κτήριο να κατευθυνθώ.

Λίγα λεπτά αργότερα είμαι εκεί, και στην υποδοχή του ορόφου με περιμένει η Ιώ.

«Καλημέρα, Ασιγάρ», με προϋπαντεί χαμογελαστά. Το χαμόγελό της δεν είναι αυτό που μου πρόσφερε την εποχή που δουλεύαμε μαζί. Θα προτιμούσε να μην ήμουν εκεί. Την καταλαβαίνω.

«Με συγχωρείς που σε ταλαιπωρώ τέτοια ώρα, αλλά»

«Ξέρω», την κόβω.

Το χαμόγελο εξαφανίζεται. Με κοιτάζει στα μάτια.

«Υπόθεση Χαλκέα;» τη ρωτάω.

Νεύει καταφατικά. «Ζήτησε να μιλήσει σεσένα».

«Μπορώ τώρα;»

«Ναι, σε περιμένει. Δωμάτιο 212».

Αφήνω την Ιώ πίσω μου και κατευθύνομαι στο βάθος του διαδρόμου. Έξω από το δωμάτιό της, κάθεται ένας αστυφύλακας. Η Ιώ τού κάνει νόημα από μακριά, και με αφήνει να περάσω. Ανοίγω δειλά την πόρτα. Το δωμάτιο είναι σχεδόν σκοτεινό. Μονάχα ένα φως νυκτός σπάει το σκοτάδι.

Μπαίνω και κλείνω την πόρτα πίσω μου.


Ο στρατιώτης

Εκείνη την ημέρα έκλεινα ένα μήνα από την τελευταία φορά που είχα δει το χρώμα μου. Ούτε μεγάλο διάστημα, αλλά ούτε και μικρό. Άλλοτε θα χαιρόμουν γι’ αυτήν την αποχή. Μην έχεις ψευδαισθήσεις. Αυτή τη φορά, όμως, η αποχή είχε ξεκινήσει μετά από ακόμα ένα γερό παραστράτημα, κι έτσι ο μήνας δε σήμαινε τίποτα.

Όταν έφυγε η Χλόη, κάθισα στο γραφείο και άνοιξα το συρτάρι. Κοίταξα το περιεχόμενο και άρχισα να δικαιολογώ αυτό που επιθυμούσα να κάνω. Λευκές κόλλες χαρτί, συρραπτικό, χαρτοκόπτης, αυτοκόλλητη ταινία, σωληνάριο κόλλας, μολύβια, στυλό, διορθωτικό υγρό, μελάνι, κερί και σπίρτα. Μια τόσο δα γραμμή, Μίλτο. Βαθιά μέσα μου ήξερα ότι κάθε δικαιολογία ήταν μια μπούρδα. Παρά τις προσπάθειές μου να απομακρύνω κάθε τι που με έβαζε σε πειρασμό, πάντοτε ένας βαθύτερος εαυτός, κάποιος που είχε εκπαιδευτεί τόσα χρόνια να παραμονεύει, κατάφερνε να καμουφλάρει κάτι και να το τοποθετεί κοντά μου.

Ένας ολόκληρος μήνας. Πολύς χρόνος, Μίλτο. Δες λίγο χρώμα. Ίσα-ίσα για να ξεθυμάνεις, για να αντέξεις άλλον ένα μήνα. Χίλιες δυο δικαιολογίες για να ξεφύγω άλλη μια φορά και μόνο μία για να αντέξω: Μην κάνεις το λάθος. Πόσο ασήμαντη φαινόταν.

Ευτυχώς για την Κυανή, χτύπησε την πόρτα λίγο πριν παραδοθώ στον πειρασμό. Ο χρόνος είχε περάσει χωρίς να το καταλάβω. Αν είχε αργήσει λίγο, ίσως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά.

«Πέρασε», είπα, αφού έκλεισα βιαστικά το συρτάρι. Όταν μπήκε η Κυανή μέσα, με βρήκε να χαμογελώ. Ξαφνικά αυτή η σκηνή μού είχε φανεί πολύ αστεία. Η τύχη είναι με το μέρος σου. Ένιωθα σαν να είχα γλυτώσει οριακά από το να με βρούνε με το χέρι στο βαζάκι με τις καραμέλες.

Έκλεισε την πόρτα πίσω της και στάθηκε εκεί, απέναντί μου. Δεν τη θυμήθηκα αμέσως. Μπροστά μου έβλεπα μια πολύ όμορφη κοπέλα με ένα φλεγόμενο διακοσμημένο μπούστο. Πώς θα ήταν το χρώμα μας πάνω της;

«Θα είσαι η Κυανή», είπα. «Παρακαλώ, κάθισε».

Για μια στιγμή φάνηκε να δυσανασχετεί· μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι θα άνοιγε την πόρτα και θα έφευγε. Αλλά έκανε ένα βήμα, και ένα δεύτερο, και κάθισε στην καρέκλα μπροστά από το γραφείο.

Εγώ ακόμα χαμογελούσα. Αυτή, όμως, είχε πολύ σοβαρό ύφος. Στην αρχή το μπέρδεψα με δισταγμό και συστολή, την τρομάζεις, αλλά με κοιτούσε μέσα στα μάτια τόσο έντονα, που άρχισαν να ξυπνάνε μνήμες.

«Δε με θυμάσαι», μου είπε.

Και οι μνήμες άρχισαν να με ταξιδεύουν πίσω στο χρόνο. Η πιο κοντινή με μετέφερε μερικούς μήνες πριν. Στην αγκαλιά μου είχα μια γυναίκα. Νόρα. Τίποτα δεν ταίριαξε και ταξίδεψα κι άλλο. Πέρασα από τα χρόνια του πολέμου, γεμάτα χρόνια, και έφερα μπροστά μου κι άλλες γυναίκες και άντρες. Και τελικά βγήκα από τον πόλεμο και άρχισα να μπαίνω σε μνήμες θολές, θαμμένες βαθιά. Μνήμες που ο πόλεμος με είχε βοηθήσει να ξεχάσω πως έχω.

Θα πρέπει να κατάλαβε ότι έκανα αυτή την αναδρομή με δυσκολία, γιατί είπε: «Μου φαίνεται γλυκό και πολύτιμο».

Και τότε η ανάμνηση με χτύπησε τόσο δυνατά που κόλλησα πίσω στην καρέκλα μου. «Δεν είναι δυνατόν», κατάφερα να ψελλίσω και το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη μου, αλλά δεν έφυγε εντελώς από τη σκέψη μου.

«Επιτέλους, συναντιόμαστε ξανά, Μίλτο. Αν είναι αυτό το πραγματικό σου όνομα».

«Αυτό είναι», είπα. Τι θέλει; Τα μάτια σου! Μέσα στο κεφάλι μου οι σκέψεις μου έτρεχαν με χίλια. Δεν έπρεπε να την αφήσεις να φύγει. Ίσως αυτή να δώσει λύση. Ασύνδετες σκέψεις, εγρήγορση και ανακούφιση, φόβος και αγαλλίαση. «Μεγάλωσες». Εντελώς ηλίθια διαπίστωση, αλλά στο μυαλό μου είχε μείνει έφηβη.

«Και άντεξα». Στο πρόσωπο και τη φωνή της δε διέκρινα κανένα φόβο.

«Πώς με βρήκες;» ρώτησα. Έκανες λάθη.

«Δεν ήταν εύκολο. Ο πόλεμος έσβησε τα ίχνη σου». Κάτι είχε αρχίσει να αναδύεται από μέσα της. Κάτι που θέριευε με κάθε της λέξη. «Αλλά κάθε κτήνος σαν κι εσένα αργά ή γρήγορα χάνει τον έλεγχο».

Η τελευταία της δήλωση με συνέφερε. Ξέρει. Ήταν η μοναδική που είχε γλυτώσει από το χρώμα μου. Μη χάνεις άλλο χρόνο. Έπρεπε να αποφασίσω τι ήθελα.

Την είδα να βάζει τα χέρια της στην τσάντα της. Τι περιμένεις; Η αδρεναλίνη μέσα μου άρχισε να μου στέλνει σήματα ότι έπρεπε να μπω στον αυτόματο, αλλά δεν ήθελα, όχι ακόμα τουλάχιστον. Αυτή η συνάντηση δεν έμοιαζε με καμιά άλλη.

Άκουσα μεταλλικούς και άλλους ήχους από αντικείμενα που χτυπούσαν μέσα στην τσάντα. Κλειδιά, γυαλιά, χαρτί. Αν είχε όπλο θα το ήξερα πριν το βγάλει. Τελικά έβγαλε ένα φάκελο και τον πέταξε στο γραφείο.

Τον άνοιξα. Μέσα υπήρχαν μερικά αποκόμματα εφημερίδας. Έβγαλα ένα. Ήταν ένα δημοσίευμα με ημερομηνία Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους και αφορούσε τη δολοφονία μιας νεαρής ιερόδουλης από την Ιταλία. Νόρα. Μία ακόμα ευρωπαία που κατέληγε θύμα της μεταπολεμικής φτώχειας. Έβγαλα άλλο ένα απόκομμα. Ένας άστεγος είχε βρεθεί κατακρεουργημένος κοντά στην εθνική οδό, λίγο έξω από την Αθήνα. Αλκοόλ και στρώματα βρόμας. Τα έβγαλα όλα ένα-ένα. Συνολικά τέσσερις παρόμοιοι θάνατοι, μεταναστών, ζητιάνων, ναρκομανών, από το τέλος του πολέμου κι έπειτα, και όλοι στην Αθήνα. Δεν έλειψαν σε κανέναν.

«Πώς ήσουν σίγουρη;» ρώτησα. Έκανες λάθη, Μίλτο.

«Κατάλαβα ποιο είναι το χρώμα σου».

«Και τώρα τι;» Ήρθε να μας σκοτώσει.

Δεν απάντησε.

«Αν έχει έστω και την παραμικρή σημασία, σου λέω ότι λυπάμαι». Λυπάσαι; Μήπως δε θυμάσαι καλά; «Αν μπορούσα να αλλάξω αυτό που είμαι, αν μπορούσα να φέρω τους γονείς σου και την αδερφή σου πίσω, θα το έκανα». Και μετά θα έκανες τα ίδια. «Αλλά είμαι αυτό που είμαι. Βλέπω αυτό που βλέπω». Σαρέσει αυτό που σαρέσει.

«Δεν έχει καμία σημασία», είπε με ένταση. Τα μάτια της γυάλιζαν. Είχε βουρκώσει.

«Τότε γιατί ήρθες;»

«Θέλω να σε ακούσω να λες πόσο σημαντικό είναι για σένα το χρώμα σου. Θέλω να μου πεις ότι καθορίζει το ποιος είσαι, όλη σου τη ζωή. Ότι χωρίς αυτό είσαι ένα τίποτα». Με το ζόρι κρατιόταν να μη φωνάξει. Πλέον δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της.

Πήρα μια βαθιά ανάσα: «Το χρώμα μου, Κυανή, είναι τόσο σημαντικό για μένα, όσο κι η ίδια μου η ύπαρξη». Είναι η ίδια μας η ύπαρξη! «Χωρίς αυτό δε θα ήμουν αυτός που είμαι. Ομολογώ ότι πιο νέος υπήρξαν φορές που στη θέα του αίματος είχα νιώσει βασιλιάς του κόσμου. Όχι πια. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι για μένα έχει πάψει να είναι το ομορφότερο πράγμα που βλέπω γύρω μου. Είναι ευχή και κατάρα, αλλά αυτό έχω, και δεν το αλλάζω». Μισές αλήθειες, Μίλτο. Ναι· και μισά ψέματα. Λίγο πριν έρθει, ήμουν έτοιμος να χαρακώσω άλλη μια φορά τον εαυτό μου για μια γραμμή ζεστού αίματος. Ένα μήνα πριν, είχα διαπράξει ακόμα ένα φόνο, και στη θέα είχα νιώσει την ίδια ηδονή όσο σε όλους τους προηγούμενους. Αλλά ήξερα πολύ καλά πως, με κάθε ζωή, αφαιρούσα και χρώματα από αυτόν το μουντό κόσμο. Ω, πόσο μου λείπει το άλλοθι ενός πολέμου.

«Ορίστε, το είπα».

«Είσαι ένα κτήνος!» ούρλιαξε.

«Κάποτε μου είπαν ότι βλέπω κάποιο κόκκινο», είπα ήρεμα. «Κόκκινο, πορφυρό, άλικο, είναι λέξεις μιας άλλης εποχής». Χαμένες λέξεις, άστοχες, μικρές. «Για μένα είναι το χρώμα που αναβλύζει. Το μόνο χρώμα που υπάρχει είναι το αιμάτινο». Αιμάτινο! «Εκείνο το βράδυ μού είπες ότι στα μάτια μου έβλεπες κάτι γλυκό και πολύτιμο. Ακόμα δεν ξέρω τι χρώμα είναι τα μάτια μου και, όποια ονομασία κι αν σου είπαν, είμαι σίγουρος ότι καμιά δεν είναι πιο ταιριαστή από αυτήν που μου είπες πριν σου χαρίσω τη ζωή».

«Το χρώμα μου», είπε ενώ άρχιζε να κλαίει με αναφιλητά, «το χρώμα των ματιών σου, είναι αυτό που καθόρισε ολόκληρη τη ζωή μου. Γλυκό και πολύτιμο ήταν αυτό που ήθελες ν’ ακούσεις εσύ· και εκείνο το βράδυ ικέτευα για τη ζωή μου. Το χρώμα που είδα για πρώτη φορά να ξεχωρίζει στο πρόσωπό σου, σε ένα πρόσωπο βαμμένο κατάμαυρο με το αίμα των δικών μου, είναι μισητό και άθλιο· και κάθε φορά που το αντικρίζω, πονάω. Είναι κατάρα. Μια κατάρα που φέρω πάνω μου χρόνια τώρα, για να μου θυμίζει όσα μας έκανες».

Δάκρυα είχαν πλημμυρίσει το πρόσωπό της, ενώ ο λαιμός και η μύτη της είχαν βουλώσει. Ήταν ένα λυπηρό θέαμα. Όπως είναι οι περισσότεροι. Έβαλε τα χέρια της στην τσάντα της και πίστεψα ότι έψαχνε για κάποιο μαντήλι.

«Χαίρομαι που λατρεύεις το χρώμα σου, χαίρομαι που δε θα το άλλαζες με τίποτα», είπε ενώ έβγαζε τα χέρια της από την τσάντα, «αλλά εγώ το δικό μου θα το άλλαζα για οτιδήποτε. Ακόμα και για μια σκέτη ζοφερή μαυρίλα».

Όταν τα χέρια της εμφανίστηκαν κρατούσαν έναν μικρό μεταλλικό κύλινδρο. Αναγνώρισα αμέσως τι ήταν. Σκότωσέ τη, μαλάκα! Αν τον είχε οπλίσει, θα έπρεπε να δράσω γρήγορα. Δεν ήξερα πόσο χρόνο είχε δώσει.

«Αρκεί να με συνοδεύσεις σε αυτήν», είπε και έφερε τον αντίχειρά της επάνω από το πλήκτρο πυροδότησης.

Σηκώθηκα αργά και έτεινα τα χέρια μου μπροστά μου. «Κυανή, αυτό θα σκοτώσει και τους δυο μας», είπα ενώ ετοιμαζόμουν να πηδήξω επάνω από το γραφείο. «Γιατί να πεθάνεις κι εσύ;» Τώρα, τώρα, τώρα! Γιατί αργείς;

«Δε σου αξίζει ο θάνατος».

Πάτησε το πλήκτρο την ίδια στιγμή που εκτοξευόμουν προς το μέρος της. Το μόνο που κατάφερα ήταν να βρεθώ πιο κοντά στο επίκεντρο της έκρηξης. Μιας έκρηξης μικρής, ίσα-ίσα για να διασπείρει τα μικροσκοπικά χημικά θραύσματά της στο δωμάτιο.

Έπεσα επάνω της, αλλά όλα είχαν τελειώσει. Ήμασταν ζωντανοί. Σηκώθηκα και την κοίταξα με απορία. Τι μας έκανε; Η Κυανή μού χαμογελούσε. Δες το αίμα της, Μίλτο! Σηκώθηκε και αυτή και απομακρύνθηκε ζαλισμένη από κοντά μου. Έφτασε στην πόρτα και την ψηλάφισε. Όταν άγγιξε τη χειρολαβή και την άνοιξε, η όρασή μου είχε ήδη θολώσει και πίσω από τα μάτια μου με τρυπούσαν βελόνες. Τότε κατάλαβα. Δες αίμα, δες λίγο αίμα!

«Θραύσματα μεθανόλης, Μίλτο», είπε, ενώ με το ζόρι διέκρινα μια σκιά από εκεί που ακουγόταν η φωνή της. «Δε σκοτώνουν. Τυφλώνουν. Για πάντα».

Έπεσα στα γόνατα και προσπάθησα να δω το χρώμα μου στον πήχη μου. Δες αίμα! Ένα μικρό χαχανητό ξέφυγε από το στόμα μου. Άλικο. Έφερα τις παλάμες μου μπροστά από τα μάτια μου. Πορφυρό. Ούτε σκιές δε διέκρινα πια. Αιμάτινο. Οι βελόνες στα μάτια μου είχαν πυρακτωθεί. Αυτή είναι μια λύση, Μίλτο. Προσπάθησα να θυμηθώ το χρώμα του αίματος, αλλά το μυαλό μου είχε γεμίσει με σκοτάδι. Αυτή είναι η μόνη λύση. Δεν έπρεπε να επιστρέψω στην Αθήνα. Ήθελες να ζήσεις κι εσύ μια φυσιολογική ζωή. Έπρεπε να είχα βρει έναν άλλο πόλεμο. Ο πόλεμος είναι το στοιχείο σου. Ο πόλεμος ήταν το στοιχείο μου. Ο πόλεμος είναι αίμα.

Ξάπλωσα στο πάτωμα και γύρισα ανάσκελα.

Έμεινα εκεί μέχρι που ήρθαν οι μπάτσοι.


Πλησιάζω όσο πιο αθόρυβα μπορώ, αλλά όχι αρκετά.

«Ποιος είναι;» Κάτω από τη γυναικεία φωνή κρύβεται πόνος.

«Αστυνόμος Ασιγάρ Μοχαμέντ». Επιλέγω να χρησιμοποιήσω το βαθμό που είχα όταν εργαζόμουν.

«Κύριε Μοχαμέντ, τα κατάφερα».

Κάνω μερικά βήματα ακόμα και φτάνω δίπλα στο κρεβάτι. Δυσκολεύομαι να διακρίνω γνώριμα χαρακτηριστικά στην ξαπλωμένη γυναίκα. Τα μάτια της είναι καλυμμένα με επιδέσμους. Στο λαιμό της σκαρφαλώνουν μαύρες φλόγες. Η φωνή της βγαίνει ξεψυχισμένη. Αλλά δε χρειάζομαι τίποτα απόλαυτά. Ήξερα ποια είναι από τη στιγμή που ο Κίτα ήρθε σπίτι μου.

«Τον βρήκα και του πήρα ό,τι πολυτιμότερο είχε». Προσπαθεί να χαμογελάσει, αλλά καταλήγει σε μια γκριμάτσα πόνου.

«Ήρεμα, μικρή μου, ήρεμα».

Ξεροκαταπίνει και συνεχίζει: «Του πήρα το χρώμα του· και απελευθερώθηκα από το δικό μου».

«Εντάξει, γλυκιά μου, ηρέμησε», της λέω χαϊδεύοντας τα μαλλιά της αλλά, αντί να ηρεμήσει, η Κυανή αρχίζει να μιλάει για την περιπέτειά της, για την επιμονή της, για την απόφασή της· για τατουάζ και όπλα που τυφλώνουν. Και, καθώς ακούω την ιστορία της, σκέφτομαι ότι από το48 που χάθηκαν τα χρώματα, δεν έψαξα να βρω το δικό μου· και ίσως τελικά να ήμουν αρκετά τυχερός που δεν έπεσα επάνω του τυχαία.

First published in the anthology Εφαρμοσμένη Μυθομηχανική,  sff.gr, 2014



Born in Athens in 1974, Stamatis has been writing science fiction since 2000. He has had several short stories published in magazines and anthologies in Greece. He has lived in the UK since 2014 and works as a carpenter. Find him @RedNirgal on Twitter.