Ωστόσο, εκείνο το χέρι πάνω στο τραπέζι που κανείς δεν το ’βλεπε, με βοηθούσε να τους υπηρετώ στα μακριά γεύματα, οι υπηρέτες, βέβαια, φλυαρούσαν, ένα σωρό διαδόσεις σωριάζονταν στις γωνιές, κ’ οι παραδουλεύτρες εύρισκαν ευκαιρία κι έκλεβαν τ’ απομεινάρια των κεριών, συνεχίζοντας σ’ όλο το δρόμο το μαύρο σπίτι, ύστερα ακουμπήσαμε το φέρετρο σε δυο στρίποδα, ενώ στον τοίχο η γύψινη μάσκα μ’ έναν ανεπαίσθητο, αλλά ανησυχητικό τρόπο άλλαζε σιγά-σιγά, σαν εκείνη να ζούσε ακόμα, αλλά πώς να εξηγήσω αυτό που έγινε μετά, κάποιος έδειξε στο πάτωμα τις χυμένες καρφίτσες, σαν αδιάψευστη απόδειξη του θανάτου που ήταν σκορπισμένος σ’ όλο το σπίτι, ενώ την ίδια ώρα η νεκρή βγήκε μ’ ένα θριαμβευτικό χαμόγελο, σαν να ’χε μόλις μάθει που ακριβώς ήταν η πόρτα.